αιτιοκρατικός, -ή

αιτιοκρατικός, -ή
σύμφωνα με την άποψη της αιτιοκρατίας: Αιτιοκρατικές απόψεις είχαν διατυπωθεί και στην αρχαιότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιτιοκρατικός — ή, ό [αιτιοκρατία] 1. οπαδός τής αιτιοκρατίας 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αιτιοκρατική θεωρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”